Φρούριο Παλαιόκαστρου
Το φρούριο του Παλαιοκάστρου απέχει 7 χιλιόμετρα από το Γάζι. Είναι κτισμένο σε έναν υψηλό βράχο, στρατηγικής σημασίας, πάνω από την ομώνυμη παραλία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, είναι κτισμένο επάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης Κύταιον ή Ελαία. Η Ενετική του ονομασία ήταν Malvecino, το οποίο μεταφράζεται ως «κακός γείτονας».
Το φρούριο ανήκει στην περίφημη 14άδα κάστρων που έκτισαν οι Γενουάτες, με αρχηγό τον Enrico Pescatore, (με τον κληρονομικό τίτλο του ναυάρχου, αργότερα Κόμης της Μάλτας και ανεπισήμως αρχιπειρατής), μετά το 1024, για να οχυρώσουν την Κρήτη. Το 1211, όμως, έχασαν την κυριαρχία του νησιού από τους Ενετούς και το εγκατέλειψαν. Οι Ενετοί, «θυμήθηκαν» το κάστρο το 1573, όταν οι Τούρκοι εξαπλώνονταν στην Μεσόγειο, κι έτσι το ανοικοδόμησαν.
Το φρούριο Παλαιοκάστρου κτίστηκε το 1595 καθ’ υπόδειξη του αρχιστράτηγου των Βενετών, Latino Orsini, ο οποίος ήταν ο πιο φημισμένος condottiere, (διοικητής μισθοφορικού στρατού), και μηχανικός οχυρώσεων του 16ου αιώνα. Το φρούριο αποτέλεσε αναγκαίο συμπληρωματικό έργο της μεγάλης Μεσαιωνικής οχύρωσης του Χάνδακα, (Ηράκλειο), καθώς συνέβαλε στην δημιουργία διασταυρούμενων πυρών που εμπόδιζαν την προσέγγιση εχθρικών πλοίων. Συνέβαλε, καθοριστικά, στην άμυνα του Χάνδακα, κατά την υπερ-εικοσαετή πολιορκία του από τους Οθωμανούς, (1647-1669), η οποία καταγράφεται ως, η πλέον, μακρόχρονη πολιορκία στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Οι Τούρκοι, κατέλαβαν το φρούριο και στην συνέχεια το κατέστρεψαν για να μην ξαναχρησιμοποιηθεί από τον εχθρό.
Η κατασκευή του φρουρίου φαίνεται ότι υπήρξε πολυδάπανη. Εκτός από τις αγγαρείες των ντόπιων, που χρησιμοποιήθηκαν στο έργο, στοίχισε στο κεντρικό ταμείο της Βενετίας πολλές χιλιάδες υπέρπυρα, (χρυσά νομίσματα). Το 1602, οι εργασίες ανοικοδόμησης του φρουρίου δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί, όπως φαίνεται και από την αναφορά του Προβλεπτή Benedetto Moro, ο οποίος ζητούσε να εξοπλιστεί το φρούριο με αποτελεσματικά όπλα. Το 1602, το φρούριο υπεράσπιζαν σαράντα στρατιώτες με επικεφαλής έναν καπετάνιο. Το 1630, σύμφωνα με την αναφορά του Προβλεπτή Pietro Giustiniano, οι οικοδομικές εργασίες του φρουρίου είχαν ολοκληρωθεί. Μάλιστα, το φρούριο είχε εξοπλιστεί με αποτελεσματικά πυροβόλα όπλα, ικανά να κτυπήσουν, 9όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει), κάθε είδους πλοία μέχρι τον Αλμυρό.
Το φρούριο Παλαιοκάστρου, τριγωνικού σχήματος, είχε τρεις πλατείες με θωράκια, (parapetti), στρατώνες, φρουραρχείο, εκκλησία, αποθήκες πυρομαχικών και τις απαραίτητες δεξαμενές νερού. Στον Άτλαντα του Ιταλού χαρτογράφου, Francesco Basilicata, που φιλοτεχνήθηκε το 1618-1619, αποδίδονται παραστατικά τα τρία αυτά επίπεδα. Σήμερα, όλες οι εγκαταστάσεις είναι ερειπωμένες και καταχωμένες, και σώζεται, μονάχα, τμήμα των τειχών του. Το τείχος προς την θάλασσα είναι ανυψωμένο, σε σχέση με τις άλλες πλευρές, για να αντισταθμιστεί η απότομη κλίση του βράχου. Τα τείχη του φρουρίου είχαν κλίση προς τα μέσα, σύμφωνα με τις επιταγές της νέας οχυρωματικής τέχνης της εποχής, για να αντέχουν τις οβίδες.
Η πύλη του κάστρου, βρισκόταν στη νότια πλευρά του φρουρίου. Πρόκειται για μία πύλη μοναδικής αρχιτεκτονικής όπου η μισή είναι σκαλισμένη επάνω στον βράχο και η άλλη μισή είναι κτιστή. Βορειοανατολικά του φρουρίου, (και για να φαίνεται από απόσταση), είναι ενσωματωμένος επάνω στην κεντρική τοιχοποιία, ο φτερωτός λέοντας του Αγίου Μάρκου. Αντίστοιχο έμβλημα συναντάμε και στο κάστρο του Κούλε. Να σημειώσουμε πως με τα ερείπια του φρουρίου έχει κτιστεί μία μικρή εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Μάρκο. Η εκκλησία λειτουργείται από την ενορία της Ροδιάς την Μεγάλη Τρίτη του Πάσχα.
Τέλος, το φρούριο Παλαιοκάστρου, χαρτογραφήθηκε και μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον G.Gerola, ο οποίος το φωτογράφισε και το αποτύπωσε στις αρχές του 20ου αιώνα.