Αρχαιολογικός χώρος Τυλίσου
Ο αρχαιολογικός χώρος της Τυλίσου βρίσκεται στα βόρεια του σημερινού χωριού Τύλισος, 16 χιλιόμετρα δυτικά του Ηρακλείου. Εδώ, έχουν ανασκαφεί τα ευρήματα μιας σημαντικής, σε πλούτο και έκταση, αρχαίας Μινωικής πόλης.
Η θέση της αρχαίας Τυλίσου ήταν σημαντικής στρατηγικής σημασίας. Αποτελούσε πέρασμα προς τα Μινωικά κέντρα της δυτικής Κρήτης και ήλεγχε τον παραγόμενο πλούτο της περιοχής του Ψηλορείτη. Η ύπαρξη της πόλης φαίνεται να ξεκινάει από την Προανακτορική περίοδο. Άκμασε κατά την Νεοανακτορική περίοδο, (1650-1450 π.Χ.), στα τέλη της οποίας καταστράφηκε. Ξανακτίστηκε κατά την Μετανακτορική περίοδο, (1450-1200 π.Χ.), όπου και ευημέρησε μέχρι και το 1200 π.Χ. Η Τύλισος, ήδη στην εποχή της ακμής της, αλλά και στην επόμενη εποχή, συνδέεται πολύ στενά με την Κνωσό. Αποτελεί, ουσιαστικά, το παράρτημα της πρωτεύουσας. Επίσης, ύστερα από την κατάρρευση της ανακτορικής εξουσίας στα μεγάλα κέντρα μετά το 1200 π.Χ., στην Τύλισο, (όπως και στην Κνωσό), συνέχισε να υπάρχει ένας σημαντικός οικισμός.
Η θέση της πόλης εντοπίστηκε, για πρώτη φορά, στις αρχές του 19ου αιώνα από τους περιηγητές Πάσλεϊ, (Pashley), και Σπρατ, (Spratt), οι οποίοι οδηγήθηκαν στο σημείο από το τοπωνύμιο, την μεγάλη έκταση των αρχαίων ερειπίων της πόλης, τα νομίσματα που είχαν βρεθεί, καθώς και από τους συλημένους αρχαίους τάφους. Μάλιστα, το 1937, ο Πάσλεϊ έγραψε ότι άκουσε από τους κατοίκους το τοπωνύμιο της αρχαίας πόλης και αυτό του ήταν αρκετό για να καταλάβει ότι βρισκόταν στην αρχαία Τύλισο. Ο Σπρατ, είναι πιο αναλυτικός στην περιγραφή της Τυλίσου. Τοποθετεί την αρχαία πόλη στο ψηλότερο πάνω τμήμα της θέσης και εκπλήσσεται από την έκτασή της που βρίσκεται σε μία τόσο προνομιούχα και πλεονεκτική στρατηγική τοποθεσία.
Η πρώτη ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1912 από τον γιατρό και αρχαιολόγο Ιωσήφ Χατζηδάκη, (ένας από τους ιδρυτές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Κρήτης και του Μουσείου Ηρακλείου), ύστερα από την τυχαία ανακάλυψη τεσσάρων μεγάλων χάλκινων λεβήτων από κάποιο κάτοικο του χωριού, το 1906. Οι ανασκαφές διήρκεσαν τρία χρόνια. Κατά την δεκαετία του 1940, ξεκίνησαν εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης από τον Έφορο Αρχαιοτήτων, Νικόλαο Πλάτωνα, σε συνεργασία με τον τεχνίτη Ζαχαρία Κανάκη. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το διάστημα μεταξύ 1951 και 1955. Στην διάρκεια των εργασιών για την στερέωση των διαδοχικών πλακόστρωτων δρόμων, ανακαλύφθηκε και νέα πλακόστρωτη αυλή, ενώ την ίδια περίοδο εκπονήθηκαν και νέα σχέδια των Μεγάρων από τον Piet de Jong. Οι στερεωτικές εργασίες και στα τρία Μέγαρα επαναλήφθηκαν κατά τα έτη 1990-1994.
Τα σημαντικότερα κτιριακά ευρήματα των ανασκαφών είναι τρία μικρά ανάκτορα που έχουν ονομαστεί Μέγαρο Α, Β και Γ. Η αρχιτεκτονική τους θεωρείται από τις πλέον εντυπωσιακές στην Μινωική Κρήτη, ενώ είναι ισάξια των υπολοίπων μεγάλων ανακτόρων, (Κνωσός, Φαιστός, Μάλια κ.α.):
Μέγαρο Α: Είναι το μεγαλύτερο εκ των τριών και ανασκάφηκε πρώτο στη σειρά. Αποτελείται από 24 δωμάτια και άλλους χώρους. Οι διαστάσεις του είναι 35x18 μέτρα, με εμβαδόν, περίπου 630 τ.μ. Είναι κτισμένο με λαξευτούς πωρόλιθους και η είσοδός του βρίσκεται στη μέση της ανατολικής πλευράς. Πρόκειται για ένα τρίθυρο με δύο πεσσούς και οδηγεί σε μία ευρύχωρη αίθουσα με κίονα στη μέση, (που χρησίμευε ως αποθήκη). Μέσα σε αυτήν βρέθηκε ένας χάλκινος πέλεκυς και φύλλα χρυσού. Απέναντι από την είσοδο, μία πόρτα οδηγεί στην βόρεια σκάλα που κατέληγε στον όροφο. Δίπλα στην είσοδο βρέθηκε ένας λύχνος από στεατίτη. Στα βόρεια, βρίσκονται οι αποθήκες με τους πίθους που σώθηκαν στη θέση τους. Πάνω από τις αποθήκες, (στον όροφο), υπήρχαν μεγάλες αίθουσες συγκεντρώσεων. Το νότιο τμήμα του Μεγάρου είναι πιο περίπλοκο. Εδώ, υπήρχε το πολύθυρο μέγαρο, ο κεντρικός αρχιτεκτονικός πυρήνας των Μινωικών ανακτόρων. Γύρω από αυτό, βρίσκονται όλα τα άλλα διαμερίσματα. Στην υπόστυλη κρύπτη, με το πλακόστρωτο δάπεδο, βρέθηκαν πίθοι, πήλινα αγγεία, χάλκινοι πέλεκεις και άλλα αφιερώματα. Ένα από τα σπουδαιότερα ευρήματα ήταν και το χάλκινο χυτό ειδώλιο λατρευτή. Σημαντικά ευρήματα περιείχε και η αποθήκη, η οποία περιελάμβανε και τρεις μεγάλους χάλκινους λέβητες, (μοναδικούς σε ολόκληρο το Αιγαίο), κατασκευασμένους από φύλλα χαλκού με περτσίνια. Στην ίδια αίθουσα, βρέθηκαν και οι ενεπίγραφες εγχάρακτες πινακίδες Γραμμικής Α, καθώς και πήλινα σφραγίσματα.
Μεγαρο Β: Έχει λιγότερο εντυπωσιακή εμφάνιση στην διάταξη των χώρων. Το σχήμα του είναι ορθογώνιο και ήταν, επίσης, διώροφο. Από τα ευρήματά του τα πιο αξιοσημείωτα είναι οι πίθοι, τα πήλινα αγγεία, (πυξίδα, χύτρες, πρόχοι, σκύφοι, κύπελλα), μία τράπεζα προσφορών από στεατίτη και θραύσματα τοιχογραφιών από τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Οι μικρογραφικές αυτές τοιχογραφίες έχουν καταπληκτικές ομοιότητες, (θεματικές, στυλιστικές), με τις Κνωσιακές, έτσι ώστε να πιστεύεται πως τις ζωγράφισαν Κνώσιοι ζωγράφοι.
Μέγαρο Γ: Στην θέση του Μεγάρου Γ, (βόρεια από το Μέγαρο Α), υπήρχαν δύο διαδοχικά οικοδομήματα. Το πρώτο ανήκει, (μαζί με τα Μέγαρα Α και Β), στην εποχή των νέων ανακτόρων. Το δεύτερο, ιδρύθηκε στην τελευταία Ανακτορική εποχή, (14ος-13ος π.Χ. αιώνας), ένα μέτρο υψηλότερα από τα ερείπια του Νεοανακτορικού. Το Νεοανακτορικό Μέγαρο Γ, καταχώθηκε μετά την καταστροφή του στα 1450 π.Χ., περίπου, μέχρι το ύψος της οροφής του ισογείου του. Είναι μικρότερο από το Μέγαρο Α, με ακανόνιστο σχήμα. Η είσοδός του είναι στα ανατολικά. Οι αποθήκες βρίσκονται στη δυτική πλευρά, ενώ τα διαμερίσματα κατοικίας βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα. Ενδιαφέροντα ευρήματα του Μεγάρου Γ είναι οι πίθοι στις αποθήκες, τα θραύσματα τοιχογραφιών από τον επάνω όροφο, καθώς και τα πολλά πήλινα αγγεία. Από το νεότερο Μέγαρο Γ, σώθηκαν, μονάχα, λίγα λείψανα, όπως δύο βάσεις κιόνων, κατώφλια, ένας λίθινος αγωγός, μία μικρή λίθινη δεξαμενή και μία μεγάλη κυκλική κτιστή δεξαμενή με σκάλα καθόδου. Πήλινοι σωλήνες υδραγωγείου βρέθηκαν 38 μέτρα βορειοδυτικά του Μεγάρου Γ, οι οποίες μετέφεραν το νερό της σημερινής πηγής του Αγίου Μάμα που υδρεύει, ακόμη και σήμερα, το χωριό.
Τέλος, οι τάφοι της αρχαίας Τυλίσου, ανήκουν κυρίως στην τελευταία περίοδο ακμής της, (1400-1200 π.Χ.)Συγκεκριμένα, ανήκουν στον τύπο των θαλαμωτών και περιέχουν πήλινες ζωγραφισμένες κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους, πήλινα αγγεία, (κύπελλα, πρόχοι, λοπάδα, πυξίδιο, ποτήρι), και άλλα κτερίσματα, όπως κοσμήματα και σφραγίδες. Τα περισσότερα από τα ευρήματα, σήμερα, βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Είσοδος: 3,00 ευρώ
Για επισκέπτες κάτω των 18: Είσοδος δωρεάν
ΔΕΥΤΕΡΑ | 08:30 - 15:30 |
ΤΡΙΤΗ | ΚΛΕΙΣΤΟ |
ΤΕΤΑΡΤΗ | 08:30 - 15:30 |
ΠΕΜΠΤΗ | 08:30 - 15:30 |
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ | 08:30 - 15:30 |
ΣΑΒΒΑΤΟ | 08:30 - 15:30 |
ΚΥΡΙΑΚΗ | 08:30 - 15:30 |