Ακρόπολη Καστροκεφάλας
Στα Ελληνοπεράματα, (ή Λινοπεράματα), σε απόσταση αναπνοής από την θάλασσα, ορθώνεται ο λόφος της Καστροκεφάλας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 355 μέτρων και έχει το εντυπωσιακό σχήμα πυραμίδας, ενώ στη νότια πλευρά του κόβεται απότομα από έναν τεράστιο γκρεμό που είναι το γνωστό Φαράγγι του Αλμυρού.
Στο υψηλότερο σημείο του λόφου είναι κτισμένος και ο Μυκηναϊκός οικισμός της Καστροκεφάλας, ο οποίος αποτελεί έναν τυπικό οικισμό των «Σκοτεινών» χρόνων της Κρήτης, (1200-1000 π.Χ.). Ο οικισμός, που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί σε ολόκληρη την έκτασή του, περιλαμβάνει την ακρόπολη, (κτισμένη στο χείλος του γκρεμού), δύο επίπεδα τμήματα, (που χρησιμοποιήθηκαν για κατοικίες), καθώς και ένα κυκλώπειο τείχος, (μήκους 480 μέτρων και ύψους 4 μέτρων), που δηλώνει τον οχυρωματικό χαρακτήρα της θέσης. Η ολική έκταση της ακρόπολης υπολογίζεται στα 40 στρέμματα και φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη Μυκηναϊκών χρόνων ακρόπολη της Κρήτης.
Η ακρόπολη έγινε γνωστή με την μελέτη του Ε. Πλατάκη που δημοσιεύθηκε στα «Κρητικά Χρονικά» του 1970, ενώ οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από τον Στυλιανό Αλεξίου κατά την δεκαετία του 1970. Οι ανασκαφικές έρευνες συνεχίστηκαν και πάλι την περίοδο 2006-2007 και 2011-2012.
Στην κορυφή της ακρόπολης υπάρχουν τα υπολείμματα ενός κτιρίου, (Κτίριο Ι), η χρήση του οποίου ήταν, κυρίως, μαγειρική. Εδώ, ανακαλύφθηκε σειρά από Μυκηναϊκού τύπου εστίες στρωμένες με πηλό, πάνω στις οποίες βρέθηκαν μαγειρικά σκεύη. Επίσης, η παρουσία ενός ξένου στοιχείου, που ίσως συμμετείχε στην οίκηση της ακρόπολης, πιθανολογείται από την εύρεση ενός ιταλικού τύπου χάλκινου ξυραφιού (σπάνιου αντικειμένου για το Αιγαίο), μαζί με ένα ξίφος τύπου Naue II. Τέλος, από τα ευρήματα της κεραμικής ξεχωρίζουν οι σκύφοι και οι κύλικες, ενώ η παρουσία διακοσμημένων κρατήρων δείχνει ότι η συνήθεια της τελετουργικής οινοποσίας με την μείξη οίνου και νερού, σε περίτεχνα σκεύη (ίσως Μυκηναϊκής έμπνευσης), ήταν διαδεδομένη στην ακρόπολη.